ὑπόπτερος

ὑπόπτερος
ὑπόπτερος, ον,
A winged,

ὄφιες Hdt.3.107

;

πέλειαι S.Ph.288

; νῶτα, δέμας, E.Hec.1264, Hel.618;

τίς ἦν ὁ γράψας πρῶτος . . Ἔρωθ' ὑπόπτερον; Eub.41.2

, cf. Pl.Alc.1.135e; also of a ship, whose sails are wings, Pi.O.9.24, cf. Mimn.12.7, Pherecyd.Syr.2; also

σύμφυτος δύναμις ὑποπτέρον ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου Pl.Phdr.246a

;

ὄχημα Lib. Ep.1457.1

.
2 metaph., ὑ. ἀνορέαι soaring spirits, Pi.P.8.91; ἴτω ὑπόπτερον (sc. τὸ νεῖκος) let it pass swift as flight, E.Hel.1236; ὑ. φροντίσιν light-minded, A.Ch.603 (lyr.); δόμον . . κλῇσον ὑπόπτερος fly and shut it, Ion Trag.14 (lyr.): prov., ὑ. δ' ὁ πλοῦτος wealth has wings, E.Fr.420.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόπτερος — winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπτερος — η, ο / ὑπόπτερος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά αρχ. 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.) 2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῡτος» λέγεται για να δηλώσει… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόπτερον — ὑπόπτερος winged masc/fem acc sg ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέροις — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρου — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρους — ὑπόπτερος winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρων — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτέρῳ — ὑπόπτερος winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερα — ὑπόπτερος winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτερε — ὑπόπτερος winged masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτεροι — ὑπόπτερος winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”